- ψωμώνω
- Ν [ψωμί](αμτβ.) ωριμάζω, μεστώνω («ψώμωσε το σιτάρι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωμώνω — ψώμωσα, ψωμώθηκα, ψωμωμένος, ωριμάζω, μεστώνω, αποκτώ σάρκες: Είναι ψωμωμένο παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)